ανάβρυσμα

ανάβρυσμα
το [αναβρύζω]
η ανάβλυση*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάβρυσμα — το, ατος ανάβλυση, ξεπήδημα: Το ανάβρυσμα της πηγής διαρκούσε χειμώνα καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοντισμός — ο (Α ἀκοντισμός) [ἀκοντίζω] η ακόντιση* νεοελλ. αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού μσν. (για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα …   Dictionary of Greek

  • αναβρύζω — αναβλύζω*, αναβρύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. ανάβρυση, ανάβρυσμα, αναβρυστικός] …   Dictionary of Greek

  • λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… …   Dictionary of Greek

  • νεροπήδημα — νεροπήδημα, τὸ (Μ) εκροή νερού, ανάβλυση, ανάβρυσμα …   Dictionary of Greek

  • πιδάκισμα — το, Ν [πιδακίζω] ανάβλυση, ανάβρυσμα …   Dictionary of Greek

  • Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

  • χόχλος — χόχλος, ο και χοχλός, ο 1. κοχλασμός. 2. ανάβρυσμα νερού από πηγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”